Σπιτάκι » Blog » Tο Νέο Μπόνους Παραγωγικότητας
"ΔΩΡΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ" ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ. Δημιουργούμε ένα νέο σύστημα κινήτρων και ανταμοιβής των δημοσίων υπαλλήλων.

Tο Νέο Μπόνους Παραγωγικότητας

Η πρόσφατη εισαγωγή του μπόνους παραγωγικότητας για τους δημόσιους υπαλλήλους από την κυβέρνηση αποδεικνύει ακόμη μια φορά πως δεν έχει αλλάξει τίποτα και το πόσο βαθεία ποτισμένη είναι η ελληνική κοινωνία από την αναγκη για εξάρτηση από το κράτος. Το μέτρο, που ανακοινώθηκε ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την αναζωογόνηση και εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα όπως το βάπτισαν με πολύ πιασάρικο αφήγημα οι κυβερνώντες, φαίνεται να κρυβει πολλές μεγαλύτερες συνέπειες από ότι κανείς μπορεί να βλέπει φαινομενικά. Από μια καλσσική οικονομκή οπτική γωνία, αυτό το μέτρο θρέφει αμφιβολίες και οξύτατες κριτικές.

Τι Πραγματικά Σημαίνει η Παροχή Μπόνους;

Το μπόνους παραγωγικότητας αναμένεται να ωθήσει τους δημόσιους υπαλλήλους σε μεγαλύτερη αφοσίωση και απόδοση, καθώς οι ίδιοι θα επιβραβεύονται για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. έτσι μας ενημερώνει το κατα τα άλλα καλοπροαίρετο υπουργείο εσωτερικών και η κεφαλή του κα Κεραμέως. Ωστόσο, αντί να λύσει το πρόβλημα της γραφειοκρατίας, αυτή η προσέγγιση μπορεί να ενθαρρύνει μια ακόμα πιο πυκνή ιεραρχία, όπου η προώθηση βασίζεται στην απόδοση αντί για πραγματική καινοτομία ή βελτίωση.

Μελετώντας την ουσία της γραφειοκρατίας, η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω τέτοιων κινήτρων μπορεί να φαίνεται ως απλός πολλαπλασιασμός των επιπέδων αντί για πραγματική πρόοδος. Στην πράξη, το μπόνους παραγωγικότητας αποκαλύπτει την αυξανόμενη τάση του κράτους να παρεμβαίνει και να ρυθμίζει, ενίοτε επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους για τη χρηματοδότηση μη αποδοτικών λειτουργιών.

Ο Ρόλος του Κράτους στην Οικονομία

Σε μια ελεύθερη αγορά, οι ρόλοι και οι αποδοχές καθορίζονται από την άμεση ανάγκη και την προσφορά και ζήτηση, όχι από κυβερνητικά διαταγμένα κίνητρα. Το γεγονός ότι το κράτος είναι εκείνο που προσδιορίζει τι είναι “παραγωγικό” και τι όχι, δημιουργεί μια αντίφαση. Η πραγματική παραγωγικότητα μετράται μέσω της ικανοποίησης των καταναλωτών και της ικανότητας της αγοράς να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα.

Ένα Σύστημα Βασισμένο στην Αναδιανομή

Το να χορηγείται ένα μπόνους παραγωγικότητας από τον κρατικό τομέα, σημαίνει ότι τα χρήματα αυτά αντλούνται από τους φορολογούμενους — μια κλασσική περίπτωση αναδιανομής πόρων από τον έναν τομέα στον άλλο, χωρίς απαραίτητα να δημιουργούνται πραγματικές αξίες. Είναι αυτό που οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι καταδικάζουν ως την μη-ουδετερότητα του χρήματος (θα το αναλύσουμε σε επόμενη ανάρτηση).

Η Αντιπαραγωγική Φύση των Δημόσιων Θέσεων Εργασίας

Στον κόσμο των κρατικών υπηρεσιών, οι θέσεις εργασίας φαίνονται να προσφέρουν ασφάλεια και σταθερότητα. Όμως, καθώς ο Ρον Πολ επισήμανε πολύ γλαφυρά κάποτε σε μία συνένετυξη του, η παραγωγικότητα των δημόσιων θέσεων δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται. Η κεντρική έννοια της αποτελεσματικότητας στην αγορά αφορά τη δημιουργία αξίας που οι καταναλωτές επιλέγουν ελεύθερα και όχι την απλή εκτέλεση καθηκόντων που επιβάλλονται από το κράτος.

Ο Ρον Πολ είναι Αμερικανός συγγραφέας, γιατρός και αποσυρμένος πολιτικός που υπηρέτησε ως ομοσπονδιακός βουλευτής του Τέξας σε πολλές θητείες από το 1976 έως το 2013. Είναι γνωστός για τις φιλελεύθερες απόψεις του και ήταν ένας εξέχων μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αν και έτρεξε για πρόεδρος ως Φιλελεύθερος το 1988. Ο Ρον Πολ είναι κυρίως γνωστός για την υπεράσπιση της περιορισμένης κυβέρνησης, της οικονομίας της αγοράς, των ατομικών ελευθεριών, της μη παρεμβατικής εξωτερικής πολιτικής, και της αντίθεσής του στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα και τις κρατικές δαπάνες. Οι συνεπείς θέσεις του και η υπεράσπιση των αρχών του συντάγματος του εξασφάλισαν ένα αφοσιωμένο ακροατήριο τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Κογκρέσο όσο και στις προεδρικές του καμπάνιες το 2008 και το 2012 ως Ρεπουμπλικανός.

Η Έννοια της Παραγωγικότητας στο Δημόσιο Τομέα

Η παραγωγικότητα, λοιπόν δεν σημαίνει απλώς την ολοκλήρωση εργασιών όπως η διαχείριση διπλωματικών έργων ή η συγγραφή εκθέσεων. Παραγωγικότητα σημαίνει τη δημιουργία αγαθών και υπηρεσιών που έχουν πραγματική ζήτηση στην αγορά, όπου οι καταναλωτές αποφασίζουν με βάση τις προτιμήσεις και τις ανάγκες τους, όχι με βάση τις κυβερνητικές εντολές.

Η Θεωρία της Κεϋνσιανής Οικονομικής και η Αμφισβήτηση της

Οι Κεϋνσιανοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι μισθοί των κρατικών υπαλλήλων επιστρέφουν στην οικονομία μέσω των αγορών καταναλωτικών αγαθών. Ωστόσο, αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι τα χρήματα αυτά έχουν αφαιρεθεί από τις πιο αποτελεσματικές χρήσεις τους στην ιδιωτική παραγωγή, όπου η ζήτηση και η προσφορά ρυθμίζονται από την αγορά, όχι από κυβερνητικές αποφάσεις.

Η Περίπτωση του Δημόσιου Κλάδου

Τα δημόσια κονδύλια και οι θέσεις εργασίας που χρηματοδοτούνται από αυτά, συχνά προκαλούν ανακατατάξεις στην οικονομία που δεν αντανακλούν τις πραγματικές ανάγκες ή τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Αντί για την επένδυση σε προϊόντα και υπηρεσίες που έχουν πραγματική αξία, τα χρήματα ανακατευθύνονται σε κρατικές λειτουργίες για τις οποίες δεν υπάρχει φυσική ζήτηση.

Εδώ αξίζει να φέρουμε στη συζήτηση την σημαντικότατη ιδέα του σπασμένου παραθύρου του μέγιστου Frederic Bastiat για να δείξουμε με ακόμη πιο εύληπτο τρόπο πόσο λάθος είναι η αντίληψη που έχουν εμφυσήσει οι κευνσιανοι στην κοινή γνώμη.

Το Ορατό και το Αόρατο

Στο παράδειγμα του Bastiat, το “ορατό” αναφέρεται στις άμεσες, εμφανείς συνέπειες μιας οικονομικής ενέργειας, ενώ το “αόρατο” περιλαμβάνει τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και τις χαμένες ευκαιρίες λόγω αυτής της ενέργειας. Εφαρμόζοντας αυτό στις κυβερνητικές θέσεις εργασίας, ειδικά σε εκείνες που προβάλλονται ως “παραγωγικές” με βάση απλοϊκά μέτρα όπως οι δημιουργίες θέσεων εργασίας ή η ολοκλήρωση βραχυπρόθεσμων έργων, το “ορατό” είναι η άμεση απασχόληση ή τα αποτελέσματα αυτών των θέσεων.

Ωστόσο, το “αόρατο” σε αυτό το σενάριο περιλαμβάνει τις εναλλακτικές χρήσεις των πόρων — χρήματα των φορολογουμένων — που χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση αυτών των θέσεων. Αυτό το κεφάλαιο θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά στον ιδιωτικό τομέα, όπου οι αγοραίες ανάγκες και ο ανταγωνισμός καθοδηγούν την κατανομή των πόρων προς πιο αξιοποιητικές δραστηριότητες. Το κόστος ευκαιρίας από την ανακατεύθυνση κεφαλαίων από πιθανότατα πιο παραγωγικές επενδύσεις για τη συντήρηση θέσεων εργασίας που δεν καθοδηγούνται από την αγορά είναι σημαντικό, αλλά συχνά αγνοείται στις πολιτικές συζητήσεις.

Η Παρανόηση του Σπασμένου Παραθύρου

Η παρανόηση του σπασμένου παραθύρου παρέχει μια ζωντανή απεικόνιση αυτής της έννοιας. Στην ιστορία του Bastiat, ένας βάνδαλος σπάει ένα παράθυρο ενός καταστηματάρχη, οδηγώντας τους παρατηρητές να υποστηρίξουν ότι η αντικατάσταση του παραθύρου θα ωφελήσει την οικονομία παρέχοντας εργασία στον επισκευαστή. Αυτό το σενάριο είναι το “ορατό”: η δουλειά και το εισόδημα που δημιουργούνται για τον επισκευαστή.

Ωστόσο, το “αόρατο” σε αυτό το παράδειγμα είναι τι θα έκανε ο καταστηματάρχης με τα χρήματα, αν δεν χρειαζόταν να αντικαταστήσει το παράθυρο. Αυτά τα χρήματα θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για να αγοράσουν νέο εξοπλισμό, να επενδυθούν σε καινοτομίες ή να αποταμιεύσουν, όλα ενδεχομένως προσφέροντας μεγαλύτερη αξία στον καταστηματάρχη και την οικονομία συνολικά.

Η εφαρμογή αυτών των αρχών στις κυβερνητικές δαπάνες και θέσεις εργασίας δείχνει ότι, ενώ οι άμεσες δαπάνες μπορεί να φαίνονται να ενισχύουν την οικονομία, οι μακροπρόθεσμες απώλειες και το κόστος ευκαιρίας από την μη αγοραία κατανομή πόρων καθιστούν αυτές τις δαπάνες αναποτελεσματικές. Κάθε ευρώ που φορολογείται και δαπανάται από το κράτος για “παραγωγικές” κυβερνητικές δουλειές, είναι ένα ευρώ που αφαιρείται από την πιθανή πιο αποδοτική και καινοτόμο χρήση στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό το φαινόμενο επιβεβαιώνει την ανάλυση της Αυστριακής Σχολής για τη μη ουδετερότητα του χρήματος: τα χρήματα που δαπανώνται στην κυβέρνηση δεν αποφέρουν την ίδια αξία ή ικανοποίηση αναγκών όπως αυτά που δαπανώνται στην αγορά από ιδιώτες και επιχειρήσεις.

Προκύπτει, λοιπόν, μια αντίφαση μεταξύ της κοινής αντίληψης ότι οι κυβερνητικές δουλειές ενισχύουν την οικονομία και της πραγματικότητας ότι αυτές αποτελούν ένα εμπόδιο για την οικονομική πρόοδο και καινοτομία. Η κατανόηση του “ορατού” και του “αόρατου”, όπως εξήγησε ο Bastiat, είναι κρίσιμη για την ανάλυση των πραγματικών επιπτώσεων των κυβερνητικών πολιτικών και δαπανών.

Το παράδειγμα του σπασμένου παραθύρου υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να αναγνωρίζουμε ότι κάθε δαπάνη που προκύπτει από βανδαλισμό ή κυβερνητική εντολή δεν αποτελεί πραγματική οικονομική πρόοδο, αλλά μια απλή μετατόπιση και συχνά σπατάλη πόρων. Οι κυβερνητικοί παρεμβατισμοί που στόχο έχουν την αναδιανομή πόρων και την τεχνητή δημιουργία ζήτησης για κυβερνητικές υπηρεσίες δεν προάγουν τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, αλλά ενισχύουν μια αναποτελεσματική και συχνά διεφθαρμένη διοικητική δομή.

Εν τέλει, η κατανόηση και η εφαρμογή της λογικής του Bastiat στην αξιολόγηση κυβερνητικών πολιτικών και θέσεων εργασίας μπορεί να αποκαλύψει τις πραγματικές επιπτώσεις αυτών των ενεργειών, παρέχοντας ένα πιο εύστοχο εργαλείο για την αξιολόγηση της πραγματικής τους αξίας για την οικονομία και την κοινωνία.

Συμπέρασμα

Το νέο μέτρο για το μπόνους παραγωγικότητας μπορεί να φαίνεται ελκυστικό, αλλά από μια φιλελεύθερη σκοπιά, αποτελεί έναν περαιτέρω δεσμό μεταξύ κρατικού ελέγχου και οικονομικής επιρροής. Πραγματική μεταρρύθμιση στο δημόσιο τομέα απαιτεί μια πιο ολιστική προσέγγιση, με μειώσεις στη γραφειοκρατία και ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, προσανατολισμένη περισσότερο προς την αγορά και λιγότερο προς την κυβερνητική επέμβαση.